Σύγχρονη ονομασία: Dumanlı
Οδικές αποστάσεις: περίπου 70 χλμ ΒΑ της Αργυρούπολης.
Η Επτάκωμος Σάντα
Ας είχα χίλια πρόγατα
και πεντακόσια αρνία,
ας είχα και την κάλη μου
'ς ση Σάντας τα ραχία.
Σάντα είναι η κοινή ονομασία των επτά οικισμών που χτίστηκαν από Έλληνες κατά τον 16ο αι. σε υψόμετρο 1.500-1.800 μέτρων, σε μια σχεδόν απροσπέλαστη κόχη των Ποντικών Άλπεων. Σήμερα διοικητικά ανήκουν στην κωμόπολη Γιαγμούρντερε, που στους Πόντιους είναι γνωστή ως Λερί.
Τα χωριά της Σάντας είναι σκαρφαλωμένα στην επάνω πλευρά της κοιλάδας του Γιάμπολη, που εκβάλλει στη θάλασσα του Ευξείνου κοντά στην κωμόπολη Γέμουρα. Ο δρόμος διά μέσου της κοιλάδας είναι πολύ απότομος και δύσκολος, γι’ αυτό η συνηθέστερη οδός προσέγγισης της περιοχής είναι από τη διαδρομή Ματσούκας-Σουμελά είτε Αργυρούπολης-Γιαγμούρντερε.
Ιστορία
Η Επτάκωμος Σάντα, σύμφωνα με όσα μας παραδίδει ο Παντ. Μ. Κοντογιάννης (Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, 1921) ιδρύθηκε από Έλληνες των Πλατάνων και της Τόνιας το 1540. «Οι Σανταίοι», γράφει, «είναι κυρίως εργάται, λιθοξόοι, κτίσται, μεταλλουργοί, εργολάβοι, μικρέμποροι, κτηνοτρόφοι. Είναι εύσωμοι και γενναίοι, αλλά φιλόνομοι, αν και οπλοφορούν έχοντες το προνόμιον τούτο διά σουλτανικού φιρμανίου. Γενναίαι και ως άλλαι Αμαζόνες είναι και αι γυναίκες των. Οι Σανταίοι ξενητεύονται εις την Ρωσίαν, δυστυχώς δε από 50 ετών και οικογενειακώς...».
Ο πληθυσμός της Σάντας σταδιακά άρχισε να αυξάνει. Έτσι, στα μέσα του 19ου αι. η Σάντα είναι πλέον μια κωμόπολη που αριθμεί περίπου 3.000 κατοίκους – οι περισσότεροι χριστιανοί και ένα ποσοστό (40%) κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι κατοικούν σε επτά οργανωμένους οικισμούς-ενορίες. Τα σπίτια, τα σχολεία και οι εκκλησίες των επτά χωριών είναι φτιαγμένα με πελεκημένες πέτρες, έργα τέχνης των περίφημων χτιστάδων της Σάντας, που ταξίδευαν σε ολόκληρο τον Πόντο χτίζοντας περίφημα αρχοντικά, εκκλησίες, γέφυρες κ.ά.
Οι Σανταίοι δημιουργούν αξιόλογες κοινότητες στο Βατούμ, το Σοχούμ και την Τραπεζούντα, ενώ χτίζονται οικισμοί Σανταίων στη Γέμουρα, τα Σούρμενα, το Λερί, την Παϊπούρτη, το Καρς, την Τσάλκα κ.α. Οι ξενιτεμένοι Σανταίοι, εκτός από πλούτο, φέρνουν στη μητρόπολή τους τις νέες ιδέες που αρχίζουν να εμφανίζονται στη Ρωσία και τον Καύκασο. Τον 19ο και τις αρχές του 20ού αι. αναπτύσσεται στη Σάντα η παιδεία και λειτουργούν οι σύλλογοι «Ομόνοια» και «Θήχης».
Ο δυναμισμός που επέδειξε η Σάντα από τη στιγμή της ίδρυσής της μέχρι τον ξεριζωμό, που έφθασε να αριθμεί πάνω από 7.000 κατοίκους και δεκάδες οικισμούς που δημιουργήθηκαν από Σανταίους σε διάφορες περιοχές του Πόντου και του Καυκάσου, αποτελεί φαινόμενο για εξέταση και διερεύνηση. Κι αυτό γιατί η οικονομική, κοινωνική και πληθυσμιακή ανάπτυξη της Σάντας, που ήταν σκαρφαλωμένη σε οροπέδια με υψόμετρα κοντά στα 2.000 μ., δεν μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθούν υπ’ όψιν οι επικρατούσες συνθήκες και οι παραγωγικές δυνατότητες του τόπου. Το μόνο που απομένει να εξετάσει κανείς είναι το ανθρώπινο δυναμικό της, το οποίο, αφού εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο τις επιτόπιες πηγές, επεκτάθηκε στις γειτονικές πόλεις και χωριά και έφτασε μέχρι τον Καύκασο και τη Ρωσία, έχοντας σαν όπλο τη γνώση, τη δημιουργικότητα και την αγωνιστικότητα.
Οι συνοικίες της Σάντας
Οι συνοικίες της Επτάκωμης Σάντας και ο πληθυσμός τους, κατά την απογραφή του 1912-1913, ήταν:
- Πιστοφάντων: Η μεγαλύτερη συνοικία της Σάντας, με 420 κατοικίες και 1.100 κατοίκους, τον I.N. του Αγίου Χριστοφόρου και πλήρη αστική σχολή.
- Ισχανάντων: Η δεύτερη μεγαλύτερη συνοικία μετά το Πιστοφάντων, με 360 κατοικίες και 880 κατοίκους, εκκλησία της Αγίας Κυριακής και πλήρη αστική σχολή.
- Τσακαλάντων: Είχε 45 κατοικίες, 120 κατοίκους και εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.
- Πινατάντων ή Πιτιανάντων: Είχε 38 κατοικίες, 90 κατοίκους, εκκλησία του Προφήτη Ηλία και σχολείο. Στο Πιτιανάντων λειτούργησε το αναγνωστήριο «Μελέτη», που ίδρυσε το φωτισμένο τέκνο της Σάντας Στάθης Αθανασιάδης.
- Ζουρνατσάντων: Αριθμούσε 220 κατοικίες, 500 κατοίκους, εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, και σχολείο.
- Κοζλαράντων: Είχε 30 κατοικίες, 85 κατοίκους και εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
- Τερζάντων: Είχε 140 κατοικίες, 240 κατοίκους, εκκλησία του Προφήτη Ηλία ή του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος και σχολείο.
Να σημειωθεί ότι στη Σάντα είχαν ιδρυθεί και οι ενορίες-οικισμοί Χαρατζάντων, Φτελέν και Κοπαλάντων.
Το Αντάρτικο της Σάντας
Μάνα δώσ’ με την ευχή σ ’/ και τη κυρού μ’ το μαρτέν / σην Σάνταν που θα γεννά / σο ραχίν πρέπ’ να εβγαίν’
Οι οικισμοί της Σάντας ήταν απομονωμένοι και σκαρφαλωμένοι στις βουνοκορφές των Ποντικών Άλπεων. Το ορεινό της περιοχής και η μεγάλη απόσταση από τα διοικητικά κέντρα των Οθωμανών επέδρασαν στην ιδιοσυγκρασία των Σανταίων, οι οποίοι ανέπτυξαν χαρακτήρα αδούλωτο και υψηλό φρόνημα αγωνιστικότητας.
Ο Σανταίος με την ενηλικίωσή του έπρεπε να φορέσει τα άρματα, αφού το όπλο είχε γίνει στοιχείο καταξίωσης για κάθε άντρα. Έτσι έφθασε στο σημείο η Σάντα στις αρχές του 20ού αι. να διαθέτει ολόκληρες ομάδες ενόπλων, τους οποίους το οθωμανικό κράτος αδυνατούσε να ελέγξει και να αφοπλίσει. Με τη γενική επιστράτευση που ακολούθησε το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), οι Σανταίοι με διάφορες μεθόδους απέφυγαν τη στράτευση. Έτσι οι περισσότεροι άνδρες της Σάντας ηλικίας 21-45 ετών θεωρήθηκαν φυγόστρατοι.
Το 1915-16 ο τουρκικός στρατός περικύκλωσε τα χωριά της Σάντας για να συλλάβει τους φυγόστρατους, οι οποίοι κατέφυγαν στα βουνά και τα δάση της περιοχής. Τότε η δημογεροντία της Σάντας αποφάσισε να στείλει στα τάγματα εργασίας 20 νέους της Σάντας, από τους οποίους δεν διασώθηκε κανένας. Όλοι πέθαναν στα τάγματα εργασίας.
Το Πάσχα του 1916 η Σάντα απελευθερώθηκε, όταν ο ρωσικός στρατός προήλασε και κατέλαβε την Τραπεζούντα. Επί μία διετία οι Σανταίοι έζησαν ελεύθερα, μέχρι το 1918, οπότε αποχώρησαν οι Ρώσοι και επανήλθαν οι Τούρκοι.
Η επάνοδος των Τούρκων σήμανε την αρχή της τραγωδίας για τη Σάντα. Τσέτες από τα γύρω εξισλαμισμένα χωριά άρχισαν επιδρομές στις απομακρυσμένες ενορίες της Σάντας. Τότε σχηματίστηκε Κεντρική Επιτροπή η οποία αποφάσισε να οργανώσει ομάδες ενόπλων για την προστασία των οικισμών και των κατοίκων. Γενικός αρχηγός διορίστηκε ο καπετάν Ευκλείδης Κουρτίδης και κλήθηκαν υπό τα όπλα 100 άνδρες. Εν τω μεταξύ κατέφθασε στη Σάντα και ο καπετάν Τσιρίπς, που είχε τα λημέρια του στη Δίρχα Τραπεζούντας, με 50-70 παλικάρια. Τότε η Σάντα πολιορκήθηκε από τακτικό στρατό και ατάκτους, πλην όμως δεν κατέστη δυνατόν να καμφθεί η αντίσταση των ανταρτών.
Η κατάσταση της αυτονομίας της Σάντας κράτησε μέχρι το 1921. Τότε οι τουρκικές Αρχές, μη μπορώντας να κάμψουν την αντίσταση των Σανταίων ανταρτών, αποφάσισαν να εκτοπίσουν όλον τον πληθυσμό της. Η εκτόπιση άρχισε στις 9 Σεπτεμβρίου 1921. Οι Σανταίοι εκτοπίστηκαν στο Χίνις του Ερζερούμ, όπου οι περισσότεροι αποδεκατίστηκαν από το κρύο και τις επιδημίες το χειμώνα του 1921-22.
Οι αντάρτες της Σάντας παρέμειναν αδούλωτοι στα βουνά και ήταν οι τελευταίοι Έλληνες που έφυγαν από τον Πόντο. Μόλις τον Φεβρουάριο του 1924 αναχώρησαν από το λιμάνι της Τραπεζούντας για την Ελλάδα.