’Σ σα παλαιά τα χρόνια, είς πατριώτης Πόντιος επή’εν ’ς σην εγκλησίαν, το κόκκινον την Πέφτ’. Έ’λεπεν τον Σταυρόν με τον Χριστόν και η καρδία τ’ πολλά εταρά’εν για τοι Εβραίοις και τον ανέντροπον τον Πιλάτον.
Την ώραν που ενούνιζεν, πώς να έτον ’ς σο χέρ’ν ατ’ να παίρ’ εκδίκησην ας ούλτς π’ εσταύρωσαν τον Χριστόν, οβγών’ ’ς σον άμβωναν ο ιεροκύρηκας και αρχινά το κήρυγμά για το σταύρωμα τη Χριστού.
Τρις την ώραν έγγευεν τη Πιλάτου το όνομαν. Αγαπητοί χριστιανοί, ο υποκριτής ο Πόντιον ο Πιλάτον, ο ανάξιον ο Πόντιον ο Πιλάτον, αέτς ο Πόντιον ο Πιλάτον, αλλέως ο Πόντιον ο Πιλάτον, ο κακούργον ο Πόντιον ο Πιλάτον, ους να τελέν’, έλε’εν ο Πόντιον ο Πιλάτον.
Τη ερίφ’ το κιφάλ’ επαίρεν φωτίαν και την ώραν ποι ο ιεροκήρυκας εκατήβαινεν ας σον άμβωναν, έτρεξεν εστάλτσεν τον ιεροκήρυκαν ’ς σο τελευταίον το σκαλίν και επάτεσεν και ετσάιξεν: Άκ’σον πάτερ, ατός ο ερίφ’ς Πιλάτος έτον, άμαν Πόντιος ’κ’ έτον. Εμείς αοίκον κιοπέκ’ πατριώτην ’κ’ είχαμεν.
- Από το βιβλίο του Γιώργου Ο. Ανδρεάδη Ανέκδοτα του ποντιακού λαού – Απ’ αδά κι απ’ εκεί, εκδ. Ερωδιός, 2001.
Τα παλιά χρόνια ένας πατριώτης Πόντιος πήγε στην εκκλησία τη Μεγάλη Πέμπτη. Έβλεπε τον Εσταυρωμένο και ήταν αναστατωμένος με τη συμπεριφορά των Εβραίων και τη διαγωγή του Πιλάτου.
Την ώρα που βασάνιζε το μυαλό του πώς να μπορούσε να εκδικηθεί όλους εκείνους που σταύρωσαν το Χριστό, ακούει από τον άμβωνα τον ιεροκήρυκα να εξηγεί το Ευαγγέλιο και κάθε τόσο να λέει το όνομα του Πιλάτου. Αγαπητοί χριστιανοί, ο υποκριτής Πόντιος Πιλάτος, ο ανάξιος Πόντιος Πιλάτος, έτσι ο Πόντιος Πιλάτος, αλλιώς ο Πόντιος Πιλάτος, ο κακούργος Πόντιος Πιλάτος… δώσ’ του μέχρι το τέλος ο Πόντιος Πιλάτος.
Ο άνθρωπός μας ήταν ήδη αναστατωμένος και το κεφάλι του πήρε φωτιά. Την ώρα που κατέβαινε ο ιεροκήρυκας από τον άμβωνα, έτρεξε και τον σταμάτησε στο τελευταίο σκαλί, και πάτησε φωνή: Άκουσε πάτερ, αυτός μπορεί να ήταν Πιλάτος, αλλά Πόντιος δεν ήταν. Εμείς τέτοιο σκυλί πατριώτη δεν είχαμε.
- Από το βιβλίο του Γιώργου Ο. Ανδρεάδη Ανέκδοτα του ποντιακού λαού – Απ’ αδά κι απ’ εκεί, εκδ. Ερωδιός, 2001.