Σσ
σααπής =
κύριος, κάτοχος
σααπσούζης =
απροστάτευτος
σαβανάζω =
περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβάνασμαν =
περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίαγμαν =
περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίζω =
περιβάλλω νεκρό με σάβανο
σαβανίστρα =
γυναίκα που έχει σαν επάγγελμα να σαβανώνει νεκρούς
σάβανο(ν) =
σάβανο
σαβανόπον =
σάβανο
σαβάνωμαν =
σαβανώνω
σαβανώνω =
σαβανώνω
σαβάτιν =
σμάλτο
σαβάχης =
ελαφρόμυαλος, χαζός
σαβαχλάεμαν =
υποφώσκει, φέγγω
σαβαχλαεύω =
υποφώσκει, φέγγω
σαβαχωτός =
λίγο ελαφρόμυαλος
Σαββατιανός =
Σαββατιάτικος
Σαββατοκέρακα =
μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής
Σάββατον =
Σάββατο
σαβέκιν =
είδος χόρτου όμοιο με βλήτο
σάβουλιν =
βαρίδι από μόλυβδο το οποίο κρέμεται από
σαβούρα =
έρμα πλοίου
σαβουρεύω =
λικμίζω αλώνι, εκτινάσσω, εκσφενδονίζω
σαβουρτίζω =
τινάζω
σαβουρώνω =
βάζω έρμα στο πλοίο
σαγαπής =
κύριος, κάτοχος
σαγιάκιν =
είδος χονδρού μάλλινου υφάσματος
σαγίτα =
τόξο
σάγκα =
μοχλός θύρας, μεγάλη κλειδαριά
σάγκωμαν =
κλείνω με την σάγκα
σαγκώνω =
κλείνω με την σάγκα
σαγλάμης =
ακέραιος, εύρωστος, ισχυρός
σάεμαν =
λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω
σαεύω =
λογαριάζω, υπολογίζω, εκτιμώ, σέβομαι, υποθέτω
σαζάνιν =
το φυτό βούρλο
σάζιν =
είδος εγχόρδου μουσικού οργάνου
σαής =
ταχυδρόμος
σάι =
σέβας, τιμή
σακάτεμαν =
σακατεύω
σακατεύω =
σακατεύω
σακάτης =
σακάτης
σακατούρα =
θέση απόκρυφη, κρύπτη
σακάτωμαν =
σακατεύω
σακατώνω =
σακατεύω
σακιάρ(ιν) =
ζάχαρη
σακιαρλαμά =
ζαχαρωτό, καραμέλα
σάκιν =
ψάρι ρόμβος
σακκέα =
ποσότητα όση χωράει ο σάκος
σακκιάζω =
βάζω σε σάκο
σάκκιασμαν =
βάζω σε σάκο
σακκίζω =
βάζω σε σάκο
σακκίν(ν) =
σάκος
σάκκισμαν =
βάζω σε σάκο
σακκορράμμιν =
κλωστή ειδική με τη οποία ράβουν σάκους
σακκορράφιν =
βελόνα χοντρή
σάκκος =
επενδύτης, επανωφόρι
σακκούλα =
σακίδιο, σακκουλάκι
σακκουλάζω =
βάζω στο σακίδιο
σακκουλέα =
ποσότητα όση χωράει το σακούλι
σακκούλιν =
μικρό σακίδιο, βαλάντιο
σακκουλοδέμιν =
δέμα σακουλιού
σακκουλοξύστες =
ξύλο με το οποίο αποξέουν το σακούλι του διυλιζόμενου γιαουρτιού για να ανοιχτούν οι πόροι και να γίνει η διύλιση ταχύτερα
σακκουλόπ’λλον =
βάζω σε σακούλι
σακκουλώνω =
βάζω σε σακούλι
σακκωνάριν =
αποθήκη σάκων, αμπάρι, διαχώρισμα αποθήκης γεωργικών προϊόντων
σακομύτης =
εκείνος που έχει μύτη πεπλατυσμένη όπως είναι το σχήμα του σάκου
σακώνω =
εξαπλώνομαι και καταλαμβάνω χώρο όπως ο ρόμβος
σαλά =
φόρος
σαλαβουτίζω =
αρπάζω άτακτο το φαγητό
σαλακίαγμαν =
συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλακιάζω =
συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλακίασμαν =
συσκευάζω φορτίο για άνθρωπο
σαλάκιν =
φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σαλακόπον =
φορτίο ξύλων ή χόρτων φερόμενο στη ράχη του ανθρώπου
σαλαλός =
ανόητος, ευήθης, τρελός
σαλαμαλλίζω =
μαδώ τις τρίχες
σαλαμανίζω =
μαίνομαι, μεταφ. δέρνω δυνατά
σαλαμάντρα =
σαλαμάντρα
σαλαμούρα =
δρόμος πλήρης από νερά και λάσπη
σαλαχανάς =
άνθρωπος άεργος, αλήτης
σαλαχάνεμαν =
περιφέρομαι άεργος, αλητεύω
σαλαχανεύω =
περιφέρομαι άεργος, αλητεύω
σαλάχιν =
οπώρα, καρπός υπερώριμος
σαλαχόρης =
ανόητος, μωρός
σαλαχώνω =
καρπός που ωριμάζει πολύ
σαλαχωτόν =
καρπός μάλλον υπερώριμος
σαλβαράς =
εκείνος που φοράει σαλβάρι
σαλβάριν =
περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαλβαρόπον =
περισκελίδα εξωτερική ποδήρης ως βράκα
σαλβαρώνω =
ντύνομαι με σαλβάρι, αποκτώ σαλβάρι
σαλγάμιν =
είδος αχλαδιού, είδος λάχανου του οποίου η ρίζα είναι γλυκειά
σάλεμαν =
κινώ, μετακινώ
σαλέμπαλλον =
κουρέλι από μάλλινο ύφασμα
σαλένον =
μάλλινο ύφασμα
σαλέπιν =
σαλέπι
σαλεύω =
κινώ, μετακινώ, πειράζω, ενοχλώ
σαλεύω =
αναθέτω
σάλιγκος =
σαλιγκάρι, κοχλίας
σαλίζω =
γίνομαι ιξώδης
σάλιν =
σάλι
σαλινεύκουμαι =
περπατώ ταλαντεύοντας
σαλκούνι =
φόρος
σαλκουντζής =
εκείνος που επιβάλλει το φόρο
σαλμίν =
το κυλινδρικό ξύλο πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφαινόμενο πανί
σαλοβράκης =
ατημέλητος
σαλοπάτιν =
σκάφη επιμήκης που χρησιμοποιείται ως νεροτριβή μάλλινου υφάσματος
σαλορράμμιν =
μάλλινη κλωστή
σαλόσης =
αφηρημένος, χαζός
σαλοτάραγον =
μαλλοβάμβακο
σαλόχτενον =
χτένι αργαλειού μάλλινου υφάσματος
σαλταμάρκα =
ανδρικός επενδυτής κοντός
σαλτουράζω =
πλέκω ή ράβω βιαστικά και άτεχνα
σάμα =
στείρα σκύλα
σαμαβάριν =
συσκευή παρασκευής τσαγιού
σαμανάζω =
κρυολογώ
σαμαντούρα =
σημαντήρ λιμανιού όπου προσδένονται πλοία, ο φελλός του λύχνου ή της κανδήλας
σαμαράζω =
κολαφίζω, ραπίζω
σαμαράζω =
επιθέτω σαμάρι στο ζώο
σαμαρέα =
χαστούκι, ράπισμα
σαμαρίαγμαν =
επιθέτω σαμάρι στο ζώο