Οο
ό,τις =
όστις, οτιδήποτε
οβά =
τόπος πεδινός
οβούδιν =
βόδι
ογβαίνω =
βγαίνω
ογδόντα =
ογδόντα
ογιά =
γιατί
ογιάντο =
για ποιο λόγο, γιατί
όγιν =
βέλος
ογκαρίζω =
ογκανίζω, γκαρίζω
ογκώνω =
ζητώ, αναζητώ
ογλάκιν =
κατσικάκι
ογλήγορα =
γρήγορα
ογούρι =
καλή τύχη
ογουρλίν =
τυχερός, γουρλίδικος, ευτυχισμένος
ογουρσούζης =
απαίσιος, γρουσούζης
ογραεύω =
παθαίνω συμφορά
ογράσεμαν =
καταγίνομαι, μάχομαι
ογρασεύω =
καταγίνομαι, μάχομαι
ογρός =
υγρός
οδάντο =
για ποιο λόγο, γιατί
οδόντιν =
δόντι
οδός =
η θέση την οποία παίρνει κάποιος στη θέση του άλλου, φορά
οζ’μάριν =
ζυμάρι
οζ’μαρομάντηλον =
ύφασμα με το οποίο καλύπτουν τη ζύμη στη σκάφη
όθεν =
απ’ όπου, όπου
όθεν-καικά =
όπου ακριβώς
όθεν-κέσου =
όπου
όθεν-κιάνου =
όπου προς τα άνω
οικοκυραδότε =
νοικοκυροσύνη
οικοκυρείον =
νοικοκυριό
οικοκύρης =
οικοκύρης
οικοκυρία =
η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία
οικοκυρωσύνη =
η καλή οικογενειακή διοίκηση, η οικιακή οικονομία
οικονομή =
βούληση, θέληση
οικονομία =
οικονομία
οικονομικός =
οικονομικός
οικονομώ =
κάνω οικονομία, κρίνω και διευθετώ κατ’ ιδίαν βούληση
οικουμένη =
οικουμένη
οινάριν =
οίνος
οκά =
οκά
όκιν =
βέλος
οκνάρης =
οκνηρός, ράθυμος
οκνάσιμον =
φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
οκνάσκομαι =
φέρομαι οκνηρώς, ραθυμώ, τεντώνομαι
οκνέας =
οκνηρός, τεμπέλης
οκνία =
οκνηρία, τεμπελιά
οκνιάρης =
οκνηρός, τεμπέλης
οκνιάρικα =
τεμπέλικα
οκνιαρωτός =
οκνηρός, τεμπέλης
όκνιασμα =
ελαφρό ρίγος
όκνιγμαν =
βαριέμαι
όκνος =
οκνηρία, τεμπελιά
οκνός =
εκείνος που κινείται αργά
οκνώ =
βαριέμαι
ολά =
φορά
ολάκερος =
ολόκληρος
ολάνοιχτα =
εντελώς ανοιχτά, ξέσκεπα
ολάνοιχτος =
εντελώς ανοιχτός
ολήγορα =
γρήγορα
ολημέρα =
όλη μέρα
ολημερέσιν =
μεσημβρινό
ολημερεύω =
διέρχομαι την ημέρα, διημερεύω
ολημερίζω =
περνώ όλη την ημέρα
ολημερισινός =
μεσημβρινός
ολημερίτζα =
καθ’ όλη την ημέρα
ολημερ’νάζω =
δίνω στα ζώα την μεσημβρινή τροφή, βγάζω τα ζώα τον χειμώνα από την μάνδρα για να λιαστούν, σηκώνομαι από τον ύπνο πολύ αργά
ολημερ’νέσιν =
μεσημβρινό
ολημερ’νόν =
μεσημβρινό
ολίασπρος =
ολόασπρος
ολιγίτζικος =
λιγοστός, λιγουλάκι
ολιγοζώετος =
εκείνος που ζει λίγο χρόνο
ολιγοζωία =
βραχύτητα ζωής
ολιγοζώος =
βραχύβιος
ολιγόλογος =
ο μη φλύαρος
ολιγόπον =
λίγη ώρα
ολίγος =
λίγος
ολιγόστεμαν =
λιγοστεύω, μειώνομαι
ολιγοστεύω =
λιγοστεύω, μειώνομαι
ολιγοστός =
λιγοστός, λίγος
ολιγούτζικος =
λιγοστός, λίγος
ολιγοφαγία =
η λιτότητα της τροφής
ολιγόφαγος =
ολιγαρκής, εκείνος που τρώει λίγο
ολιγοχρόνετος =
βραχύβιος
ολιγοχρόνος =
βραχύβιος
ολιγόψυχος =
μικρόψυλος, δειλός, ανυπόμονος, στενάχωρος
ολιγωτέρεμαν =
λιγοστεύω, ελαττώνω
ολιγωτερεύω =
λιγοστεύω, ελαττώνω
ολίμαυρος =
ολόμαυρος
όλισμαν =
καθίζηση εδάφους, το καθιζόμενο έδαφος
όλκος =
έλκος
ολκώ =
εξελκούμαι
ολοαίματος =
γεμάτος με αίματα, καταματωμένος
ολόασπρος =
ολόλευκος
ολόβολος =
ισοπεδωμένος
ολόγερα =
ολόγυρα
ολόγιος =
ολόκληρος, μεταφ. χονδροειδής εξωτερικά και αγροίκος εσωτερικά, αναίσθητος, απαθής
ολογόπον =
ολιγόλογος
ολόγυρα =
ολόγυρα
ολογύριν =
η πρώτη κυκλική σειρά λίθος πάνω στην οποία στηρίζεται ο θόλος του φούρνου
ολόιδιος =
ολόιδιος
ολοΐλαρος =
γερός, υγιέστατος
ολοινέτερον =
όλων
ολοίσθια =
οι τελευταίες στιγμές της ζωής
ολοκαίνουργος =
ολοκαίνουργιος
ολοκίτρινος =
κατακίτρινος
ολοκνήκατος =
κατακόκκινος
ολοκόκκινος =
κατακόκκινος
ολόκοκκος =
ο παρασκευασμένος από ολόκληρο άκοπο σιτάρι
ολόκοπος =
άκοπος
ολόκορμος =
ολόκορμος
ολοκούτουρνος =
κατακίτρινος
ολοκρύσταλλος =
πολύ διαυγής
ολομάναχος =
ολομόναχος
ολομάτωτος =
γεμάτος με αίματα, καταματωμένος
ολόμαυρος =
κατάμαυρος
ολομέλανος =
κατάμαυρος
ολομόναχος =
ολομόναχος
ολόμονον =
μόνος
ολόμονος =
μόνος
ολονυστέρου =
ύστερον όλων, τελευταία