Κκ
κα =
κάτω
καβά =
καφές, καφενείο
καβάζης =
κλητήρας βασιλιά
καβάκιν =
λεύκη
καβαλάρης =
ιππέας
καβαλίκα =
καβαλίκευε
καβαλίκω =
ιππεύω
καβάλιν =
αυλός, φλογέρα
καβαλκεύω =
ιππεύω
καβαλκιάζω =
βοηθώ κάποιον να ιππεύσει
καβαλκιαστά =
σταυρωτά, το ένα πάνω στο άλλο
καβαλκιαστός =
ο επιβαλλόμενος πάνω στον άλλον
καβαλόπον =
αυλός, φλογέρα
καβατζής =
καφεπώλης
καβγά =
καυγάς
καβέα =
πλήθος πραγμάτων ατάκτως βαλμένα
καβίδα =
γάντζος
καβίλα =
σφήνα προς έμφραξη τρύπας
κάβος =
ακρωτήρι, άκρο παντός πράγματος
καβούνιν =
πεπόνι
καβούρεμαν =
καβούρδισα
καβουρευτός =
καβουρδισμένος
καβουρεύω =
καβουρδίζω
καβουρμά =
καβουρμάς
καβράν(ιν) =
κυψέλη μελισσών από κορμό δέντρου
καβρών(ιν) =
κάρβουνο
καγανάζω =
θερίζω με δρέπανο
καγανέα =
χτύπημα με δρέπανο
καγανέα =
ποσότητα χόρτων όση κοπεί με το δρέπανο
καγανέσιν =
το θεριζόμενο με δρέπανο
καγανεύω =
θερίζω με δρέπανο
καγανίασμαν =
θέρισμα με δρέπανο
καγάνιν =
δρέπανο
καγάνισμαν =
θέρισμα με δρέπανο
καγανόπον =
δρέπανο
καγιά =
σκόπελος, ύφαλος
καγιάδιν =
ύφαλος
καγιάνα =
στοίβα ξύλων
καγιανάζω =
στοιβάζω ξύλα
καγιουράδιν =
ψιμύθιο γυναικών
καγκαλιδέριν =
κατσαρό
καγκαμμίαν =
ενίοτε, κάποτε
καγκαράζω =
κυρτώνομαι, καμπυλώνομαι
καγκαρεύω =
αναρριχώμαι
κάγκαρος =
αράχνη
καγκάσιν =
κατάξηρος
καγκελάζω =
σχηματίζω κοσμήματα ελικοειδή
καγκελαχτός =
ελικοειδής
καγκελίζω =
συσπειρώνομαι ελικοειδώς, κουλουριάζομαι
καγκέλιν =
δρόμος ελικοειδής
καγκελίτζα =
ελικοειδή ποικίλματα σε μάλλινες κάλτσες
καγκελωτός =
ελικοειδής
καγκιάριν =
πολύ ισχνό ζώο
καγκουραχτός =
καμπυλωτός, κυρτός
καγκουρώνω =
καμπυλώνω, κυρτώνω
καγκουρωτός =
καμπυλωτός, κυρτός
καδίν =
κάδος
καδίνα =
καδένα
καερίζω =
κακαρίζω
καερίσματα =
κακαρίσματα
καζάνεμα(ν) =
κερδοσκοπία
καζανεύω =
κερδίζω χρήματα
καζάνιν =
καζάνι
καζαντζής =
ο κατασκευαστής των χάλκινων σκευών
καζέα =
οσμή πετρελαίου
καζερόν =
δοχείο πετρελαίου
κάζιν =
πετρέλαιο
κάζιν =
είδος αφάνας
καζίν =
κατσαρό
καζόπον =
λίγη ποσότητα πετρελαίου
καζόσκευον =
δοχείο πετρελαίου
κάζω =
καίω
καζώνω =
διαβρέχω με πετρέλαιο
καημενίτζος =
καημένος
καημένος =
καημένος
καημός =
καημός
κάθα =
κάθε
καθαείς =
καθένας
καθαρά =
καθαρά
καθαρίζω =
καθαρίζω
καθαρικά =
τα παρασκευάσματα από καθαρό αλεύρι
καθάριν =
ολόκληρος ο άρτος
καθάριση =
ο πλακούντας των εμβρύων του ζώου
καθάρισμα(ν) =
καθαρισμός
Καθαροδευτέρα =
Καθαρή Δευτέρα
καθαροδευτεράτ’κα =
κατά την Καθαρά Δευτέρα
καθαρός =
καθαρός
καθαροφονία =
ξαστεριά
καθαρόψωμον =
άρτος καθαρός από σίτα
κάθε =
κάθε
καθεαυτού =
καθεαυτού
καθέδρα =
βασιλικός θρόνος
καθείς =
καθένας
καθέκαστα =
γεγονότα, συμβάντα
καθελακός =
τέλειος καθ’ όλα
κάθεν =
κάτω
κάθεν-καικά =
παρακάτω
κάθεν-κέσου =
κατά το κάτω μέρος
κάθεν-κιάνου =
εκ των κάτω προς τα άνω
καθένας =
καθένας
καθεσία =
καθισιά
καθέσιμο =
ο τρόπος που κάθεσαι
καθεστακός =
καθιστικός
καθέτερος =
κατώτερος
καθηγούμενος =
καθηγούμενος
καθημερινός =
καθημερινός
καθημερούσια =
καθημερινώς
καθημερούσιος =
καθημερινός
καθίζω =
καθίζω
καθίν =
ακροβελία
καθισία =
καθισιό
κάθισμαν =
το να κάθεσαι αργά
καθιστά =
καθιστά
καθιστέρα =
το ξύλο πάνω στο οποίο κάθονται οι όρνιθες
καθιστέριν =
οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάθισμα
καθιστικά =
καθιστά
καθιστικός =
καθιστικός
καθιστός =
καθιστός
καθιστούμενος =
καθιστός
καθίστρα =
τόπος κατάλληλος καθ’ οδών για κάθισμα και ανάπαυση