Δδ
δάβα =
πέρασμα, διάβαση
δαβάζω =
μεταβιβάζω
δαβάζω =
διαβάζω
δαβαίνω =
διαβαίνω
δάβαση =
διάβαση
δάβασμα =
διάβασμα
δάβασμα =
μετάβαση στο αντικρινό μέρος
δαβασταρία =
διαβασμένη
δαβαστέας =
διαβασμένος
δαβαστής =
διδάσκαλος Τούρκος
δαβαστός =
περασμένος
δαβάτες =
διαβάτης, οδοιπόρος
δαβγατίζω =
διαπερνώ
δαβολεύω =
δίνομαι διάβολος, πανούργος
δαβολία =
διαβολιά
δαβολίζω =
διδάσκω να είναι κάποιος πανούργος
δαβολικός =
διαβολικός
δαβολισία =
πανουργία, πονηριά
δαβόλισμαν =
το να εμπνέει σε κάποιον πονηρές σκέψεις
δαβολίτζα =
διαβολάκια
δαβολίτζος =
έξυπνος, πανούργος
δαβολολάγηνον =
λαγήνι στο οποίο διατηρούνται πυτιά για την τυροκομία
δαβολοπούλλιν =
παιδί διαβόλου, μεταφ. παιδί πανούργο
δάβολος =
διάβολο
δαβολόσπορον =
διαβολόπαιδο
δαβολοφάγετον =
απόκτημα που προέρχεται από αδικία και ματαίως αφανίζεται
δαβολοφούσκωτος =
χήρα προκλητική
δαβολωσύνα =
πανουργία, πονηριά
δαβρέχω =
ποτίζω λίγο
δαβρίν =
ραβδί
δάδ(ιν) =
δαδί
δαδάριν =
ξύλο που έχει δαδί
δαδέα =
οσμή δαδιού
δαδένος =
ρητινώδης
δαδίν =
δαδί
δαδόξυλον =
ξύλο που έχει δαδί
δαδόπον =
δαδάκι
δάζω =
διευθετώ τον στήμονα στο υφαντικό ιστό
δάζω =
μεταβιβάζω
δαίμονας =
δαίμονας
δαιμονάσκουμαι =
δαιμονίζομαι
δαιμονέας =
δαιμόνιος
δαιμόνιγμαν =
δαιμονίζω
δαιμονίζω =
δαιμονίζω
δαιμόνιον =
δαιμόνιον
δακέα =
δαγκωματιά
δακεύω =
χειροτονούμαι διάκονος
δάκινω =
δαγκώνω
δακίτζος =
μικρός διάκος
δακλύζω =
ξεβγάζω
δακλώ =
ξεβγάζω
δακλώσκουμαι =
περιφέρομαι τριγύρω
δάκνεμα =
δαγκωματιά
δακνέτζης =
αυτός που δαγκώνει
δάκνω =
δαγκώνω
δακομπώ =
ξεσκονίζω
δακόπουλλον =
μικρός διάκος
δάκος =
διάκος
δακόσοι =
διακόσιοι
δακράζω =
δακρύζω
δακροβολώ =
χύνω δάκρυα
δακρόπον =
λίγα δάκρυα
δάκρος =
δάκρυ
δάκρυ =
δάκρυ
δακρύζω =
δακρύζω
δάκρυον =
νερό λίγο ψυχρό
δάκρυσμαν =
δακρύζω
δακρώ =
δακρύζω
δακρώνω =
δακρύζω
δάκω =
δαγκώνω
δαλαλετής =
κήρυξ
δάλος =
ξεχώρισμα
δαλύζω =
διαλύω
δαλυστέρα =
χτένα
δαλυχτέριν =
χτένα
δαμάλα =
αγελάδα
δαμάλιν =
αγελάδα
δαμέσιν =
χορτόπιτα
δαμετρούμαι =
τρώω με μέτρο
δαμοιράζω =
δαμοιράζω
δανείζω =
δανείζω
δανεικόν =
δανεικό
δάνεισμαν =
δανείζω
δανειστής =
δανειστής
δανείω =
δανείζω
δάνος =
το δανειζόμενο
δάνω =
διαβαίνω, περνώ
δάξιμο(ν) =
δήγμα, δάγκωμα
δαπάνα =
δαπάνη
δαπανάγουμαι =
παίρνω τα αναγκαία εφόδια
δαπανίζω =
εφοδιάζω με τα αναγκαία εφόδια τροφής
δαπατώ =
διέρχομαι, περιέρχομαι
δαπερώ =
διαπερνώ
δάπλοκο =
κλάδος θάμνου που χρησιμοποιείται ως πάσσαλος στην κατασκευή φράχτη
δαρβέσος =
δερβίσης
δάργυρη =
υδράργυρος
δαρέσα =
είδος πίτας
δαρίζω =
διαμοιράζω, διανέμω
δάριν =
σιτηρέσιο
δάρισμαν =
διαμοιράζω, διανέμω
δαριστέριν =
όργανο δια του οποίου γίνεται η διανομή
δαριστής =
διανομέας
δάρκουμαι =
δέρνω
δάρμαν =
δέρμα
δαρμενεία =
νουθεσία, συμβουλή
δαρμενευτής =
σύμβουλος, αυτός που νουθετεί
δαρμενεύω =
νουθετώ, συμβουλεύω
δαρμός =
δαρμός, χτύπημα
δάροφον =
διάφορο
δάρσιμον =
χτύπημα, δαρμός
δάρτι =
προ ολίγο
δαρτιζ’νος =
ο προ λίγο γινόμενος
δαρώ =
ξαναμωραίνομαι
δάσιμο =
διάβαση
δάσιμον =
διευθέτηση στήμονα στο υφαντικό ιστό
δασκαλεία =
διδασκαλεία
δασκαλείον =
σχολείο
δασκάλεμα =
συμβουλή, νουθεσία
δασκαλεύω =
δασκαλεύω
δασκαλική =
διδασκαλική