Menu
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΝΕΑ
  • ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
    • ΠΟΛΙΤΙΚΑ / ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ
    • ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ... ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
    • ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
    • ΕΛΛΑΔΑ
    • ΚΥΠΡΟΣ
    • KΟΣΜΟΣ
    • ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ
    • ΠΟΛΙΤΙΚΗ
    • ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
    • ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
    • ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
    • ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
    • ΥΓΕΙΑ
    • ΠΕΡΙΕΡΓΑ
    • ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ - ΕΠΙΣΤΗΜΗ
    • ΠΙΣΤΗ
    • ΙΣΤΟΡΙΚΑ
    • ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
    • ΠΡΟΣΩΠΑ
    • ΤΑΞΙΔΙ
    • ΚΑΙΡΟΣ
    • PONTOS BLOG
    • ΡΕΠΟΡΤΑΖ
  • ΓΝΩΜΕΣ
  • ΠΟΝΤΟΣ
    • ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
    • ΙΣΤΟΡΙΑ
      • Χάρτες
      • Μαρτυρίες
      • Ντοκουμέντα
      • Γενοκτονία
      • Μονές
      • Κάποτε στον Πόντο
    • ΠΑΡΑΔΟΣΗ
      • Ήθη & Έθιμα
      • Τραγούδια
      • Μουσικά όργανα
      • Χοροί
      • Ενδυμασία
      • Παιχνίδια
      • Διατροφή στον Πόντο
    • ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
      • Ιστορικά στοιχεία
      • Κείμενα στην ποντιακή διάλεκτο
      • Οι μήνες στα ποντιακά
      • Ακριτικός Κύκλος
      • Παροιμίες & Δίστιχα
    • ΑΝΕΚΔΟΤΑ
    • ΛΕΞΙΚΟ
      • Λέξεις
      • Φράσεις
    • ΣΥΛΛΟΓΟΙ
      • Αναζήτηση στο χάρτη
    • ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ
    • Ο ΠΟΝΤΟΣ ΜΟΥ
      • Βρες το χωριό σου
      • Πρότεινε ένα χωριό
  • ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
    • ΠΟΝΤΙΑΚΕΣ
    • ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
    • ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΕΣ
    • ΑΛΛΕΣ
  • WEBTV
  • ΜΟΥΣΙΚΗ
  • ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ

ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ100 ΧΡΟΝΙΑ (1919-2019)

  • Social
  • Log in
  • Search
  • Ελ
Ακολούθησέ μας
  • Facebook
  • Twitter
  • Google+
  • RSS
Αναζήτηση στο site

Φόρμα αναζήτησης

Επιλέξτε γλώσσα
  • Ελληνικά
  • Русский
Αρχική
  • Αρχικη
  • Ποντιακα νεα
  • Επικαιροτητα
  • Γνωμες
  • Ποντος
  • Στην Κουζινα
  • WebTV
  • Μουσικη
  • ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
  • Χρονολογιο
  • Ιστορια
  • Παραδοση
  • Διαλεκτος
  • Ανεκδοτα
  • Λεξικο
  • Συλλογοι
  • Προσωπικοτητες
  • Ο Ποντος μου
ΠΟΝΤΟΣ

ΛΕΞΙΚΟ

Section
  • Λέξεις
  • Φράσεις
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω
Δδ
δάβα =
πέρασμα, διάβαση
δαβάζω =
μεταβιβάζω
δαβάζω =
διαβάζω
δαβαίνω =
διαβαίνω
δάβαση =
διάβαση
δάβασμα =
διάβασμα
δάβασμα =
μετάβαση στο αντικρινό μέρος
δαβασταρία =
διαβασμένη
δαβαστέας =
διαβασμένος
δαβαστής =
διδάσκαλος Τούρκος
δαβαστός =
περασμένος
δαβάτες =
διαβάτης, οδοιπόρος
δαβγατίζω =
διαπερνώ
δαβολεύω =
δίνομαι διάβολος, πανούργος
δαβολία =
διαβολιά
δαβολίζω =
διδάσκω να είναι κάποιος πανούργος
δαβολικός =
διαβολικός
δαβολισία =
πανουργία, πονηριά
δαβόλισμαν =
το να εμπνέει σε κάποιον πονηρές σκέψεις
δαβολίτζα =
διαβολάκια
δαβολίτζος =
έξυπνος, πανούργος
δαβολολάγηνον =
λαγήνι στο οποίο διατηρούνται πυτιά για την τυροκομία
δαβολοπούλλιν =
παιδί διαβόλου, μεταφ. παιδί πανούργο
δάβολος =
διάβολο
δαβολόσπορον =
διαβολόπαιδο
δαβολοφάγετον =
απόκτημα που προέρχεται από αδικία και ματαίως αφανίζεται
δαβολοφούσκωτος =
χήρα προκλητική
δαβολωσύνα =
πανουργία, πονηριά
δαβρέχω =
ποτίζω λίγο
δαβρίν =
ραβδί
δάδ(ιν) =
δαδί
δαδάριν =
ξύλο που έχει δαδί
δαδέα =
οσμή δαδιού
δαδένος =
ρητινώδης
δαδίν =
δαδί
δαδόξυλον =
ξύλο που έχει δαδί
δαδόπον =
δαδάκι
δάζω =
διευθετώ τον στήμονα στο υφαντικό ιστό
δάζω =
μεταβιβάζω
δαίμονας =
δαίμονας
δαιμονάσκουμαι =
δαιμονίζομαι
δαιμονέας =
δαιμόνιος
δαιμόνιγμαν =
δαιμονίζω
δαιμονίζω =
δαιμονίζω
δαιμόνιον =
δαιμόνιον
δακέα =
δαγκωματιά
δακεύω =
χειροτονούμαι διάκονος
δάκινω =
δαγκώνω
δακίτζος =
μικρός διάκος
δακλύζω =
ξεβγάζω
δακλώ =
ξεβγάζω
δακλώσκουμαι =
περιφέρομαι τριγύρω
δάκνεμα =
δαγκωματιά
δακνέτζης =
αυτός που δαγκώνει
δάκνω =
δαγκώνω
δακομπώ =
ξεσκονίζω
δακόπουλλον =
μικρός διάκος
δάκος =
διάκος
δακόσοι =
διακόσιοι
δακράζω =
δακρύζω
δακροβολώ =
χύνω δάκρυα
δακρόπον =
λίγα δάκρυα
δάκρος =
δάκρυ
δάκρυ =
δάκρυ
δακρύζω =
δακρύζω
δάκρυον =
νερό λίγο ψυχρό
δάκρυσμαν =
δακρύζω
δακρώ =
δακρύζω
δακρώνω =
δακρύζω
δάκω =
δαγκώνω
δαλαλετής =
κήρυξ
δάλος =
ξεχώρισμα
δαλύζω =
διαλύω
δαλυστέρα =
χτένα
δαλυχτέριν =
χτένα
δαμάλα =
αγελάδα
δαμάλιν =
αγελάδα
δαμέσιν =
χορτόπιτα
δαμετρούμαι =
τρώω με μέτρο
δαμοιράζω =
δαμοιράζω
δανείζω =
δανείζω
δανεικόν =
δανεικό
δάνεισμαν =
δανείζω
δανειστής =
δανειστής
δανείω =
δανείζω
δάνος =
το δανειζόμενο
δάνω =
διαβαίνω, περνώ
δάξιμο(ν) =
δήγμα, δάγκωμα
δαπάνα =
δαπάνη
δαπανάγουμαι =
παίρνω τα αναγκαία εφόδια
δαπανίζω =
εφοδιάζω με τα αναγκαία εφόδια τροφής
δαπατώ =
διέρχομαι, περιέρχομαι
δαπερώ =
διαπερνώ
δάπλοκο =
κλάδος θάμνου που χρησιμοποιείται ως πάσσαλος στην κατασκευή φράχτη
δαρβέσος =
δερβίσης
δάργυρη =
υδράργυρος
δαρέσα =
είδος πίτας
δαρίζω =
διαμοιράζω, διανέμω
δάριν =
σιτηρέσιο
δάρισμαν =
διαμοιράζω, διανέμω
δαριστέριν =
όργανο δια του οποίου γίνεται η διανομή
δαριστής =
διανομέας
δάρκουμαι =
δέρνω
δάρμαν =
δέρμα
δαρμενεία =
νουθεσία, συμβουλή
δαρμενευτής =
σύμβουλος, αυτός που νουθετεί
δαρμενεύω =
νουθετώ, συμβουλεύω
δαρμός =
δαρμός, χτύπημα
δάροφον =
διάφορο
δάρσιμον =
χτύπημα, δαρμός
δάρτι =
προ ολίγο
δαρτιζ’νος =
ο προ λίγο γινόμενος
δαρώ =
ξαναμωραίνομαι
δάσιμο =
διάβαση
δάσιμον =
διευθέτηση στήμονα στο υφαντικό ιστό
δασκαλεία =
διδασκαλεία
δασκαλείον =
σχολείο
δασκάλεμα =
συμβουλή, νουθεσία
δασκαλεύω =
δασκαλεύω
δασκαλική =
διδασκαλική

Σελίδες

  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • 5
  • επόμενη ›
  • τελευταία »
Copyright 2014 - 2019 Pontos-News, All Rights Reserved
  • Πολιτικες Συνταγες
  • Ποντιακα Ανεκδοτα
  • Ποντιακοι Χοροι
  • Ποντιακα Τραγουδια
  • Μικρασιατικη καταστροφη
  • Ποντιακη Ιστορια
  • Επικοινωνια
  • Οροι Χρησης
Ακολούθησέ μας
  • Facebook
  • Twitter
  • Google+
  • RSS
Made by Wedia