Ββ
βαβά =
βρέφος
βαβαίτζα =
βρέφος
βαβάκαν =
βρέφος
βαβαλεύκομαι =
όρνιθα που περιφέρεται στη φωλιά για να γεννήσει
Βαγγέλα =
όνομα αγελάδας που γεννήθηκε του Ευαγγελισμού
βαγγελικός =
του ευαγγελίου
βαγγέλον =
το Ιερό Ευαγγέλιο
βαγευτέριν =
κούρα την οποία βαγεύων παίρνει από το σπίτι του πριν αρχίσει το βάγεμα
βαγεύω =
περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων
βαγμονή =
γοερός θρήνος
βάδος =
βάδισμα, περπάτημα
βαζάμι =
μανιτάρι, μύκητας
βαθαλός =
ευτραφής, παχύς
βαθάσκομαι =
πέφτω σε βαθύ ύπνο
βαθέα =
βαθέως
βαθικά =
από μακριά απόσταση
βαθικός =
βαθύς
βαθοκοπώ =
βαθαίνω
βάθος =
βάθος
βαθουλώνω =
βαθύνω
βαθουλωτός =
μάλλον βαθύς
βαθράκιν =
μάλλον βαθύς
βαθρακός =
βάτραχος
βαθυβολία =
βάθος θαλάσσιου ύδατος
βαθυβολώ =
οργώνω βαθιά
βάθυγμαν =
εκβάθυνση
βαθύνω =
βαθύνω
βαθυπνάουμαι =
κοιμάμαι βαθύ ύπνο
βαθυπνίσκομαι =
κοιμάμαι βαθύ ύπνο
βαθύς =
βαθύς
βάθυσμαν =
βαθύνω
βαθυστικός =
αυτός που έχει βάθος
βαθυχωμία =
έδαφος με πολύ βαθύ χώμα
βαθωτός =
λίγο βαθύς
βάι =
έκφραση αγανάκτησης
βαΐζω =
περιέρχομαι στα σπίτια την Κυριακή των Βαΐων
βαϊλίζω =
λικνίζω, νανουρίζω
βάιναση =
βουητό, θόρυβος
βαΐον =
κλάδος θάμνου που μοιράζεται την Κυριακή των Βαΐων
βαΐτζα =
άρτος που δίνεται στα παιδιά που ψάλλουν του Λαζάρου
βακανίζω =
μιλώ θορυβωδώς κράζοντας σαν βάτραχος
βακούφιν =
ναός
βαλά =
μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυ
βαλανίδιν =
μεταξωτό κίτρινο ύφασμα που χρησιμοποιείται ως κεφαλόδεσμος γυναικείος
βαλάνιν =
βελανίδι
βάλεμαν =
τοποθέτηση
βαλέριν =
βαρέλι
βαλής =
νομάρχης
βάλλω =
βάζω
βάλσαμον =
βάλσαμο
βαλσαμώνω =
βαλσαμώνω
βάλσιμον =
τοποθέτηση
βανούμελο =
μέλι που έχει μεθυστική ιδιότητα
βαξαλαεύω =
γυαλίζω υποδήματα
βάξη =
μαύρη βαφή υποδήματα
βαξώνω =
γυαλίζω υποδήματα
βαραγρανεμία =
άνεμος ισχυρός
βαράζω =
ενοχλώ
βαράκιν =
λεπτό φύλλο χρυσού
βαρακονεμένος =
καλά τροχισμένος
βαρακώνω =
κοσμώ με φύλλο χρυσού
βαραμάζω =
πάσχω από φυματίωση
βαραναστενάζω =
βαριαναστενάζω
βαράπιν =
αχλάδι ξινό που γίνεται τουρσί στο βαρέλι
βαραροθυμαγμένος =
ο ξενιτεμένος που αισθάνεται μεγάλη νοσταλγία
βαρασία =
ενόχληση
βαράσιμον =
ενόχληση, εγκυμοσύνη
βάρασμαν =
εγκυμοσύνη
βαραχλάεμαν =
επιχρύσωση με φύλλα χρυσού
βαραχλαεύω =
επιχρυσώνω με φύλλα χρυσού
βαρβαραλαξία =
αλαλαγμός
βάρβαρος =
βάρβαρος
βαρβαταρίζω =
κάνω ταραχή, θόρυβο
βαρέα =
βαριά
βαρέα =
ρόπαλο
βαρέας =
μεγάλη σφύρα λατόμου
βαρελέα =
ποσότητα όση χωράει ένα βαρέλι
βαρελίκα =
μικρό βαρέλι
βαρέλιν =
βαρέλι
βαρελίτσα =
βαρέλι
βαρελοκοίλης =
κοιλάρας
βάρεμα =
βάρος
βαρεμωσύνη =
εγκυμοσύνη
βαρένω =
βαρύνω
βαρεσμονή =
εγκυμοσύνη
βαρετός =
βαρετός
βαρηκοΐα =
βαρηκοΐα
βαρηκοΐζω =
δεν ακούω καλά
βαρήκοος =
βαρήκοος
βαριαναστενάζω =
βαριαναστενάζω
βαριγέτιν =
περιουσία
βαρίζω =
προξενώ βάρος
βαριόζιν =
σφύρα λατόμου
βάριος =
σφύρα σιδηρουργού
βάρκα =
βάρκα
βαρκίζω =
φωνάζω
βαρκισμός =
δυνατή κραυγή
βάρος =
βάρος
βαροστοίχειωμα =
πρόσωπο ενοχλητικό
βαροταξιδιάρος =
εκείνος που κάνει ταξίδια μακράς διαρκείας
βαρόφ’λλα =
φυτό με τα μέγιστα φύλλα
βάρσανον =
βάσανο
βαρτανέα =
φυτό λυγαριά
βαρυαγρανεμία =
άνεμος ισχυρός
βαρυγάστριν =
ζώο ετοιμόγεννο
βαρυγλωσσίζω =
βραδύγλωσσος
βαρυγνωμώ =
δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι
βαρύγνωστος =
ο δύσκολα γνωριζόμενος
βαρυδούλης =
εκείνος που έχει βαριά εργασία
βαρυδούλιν =
εκείνο που χρειάζεται πολλή εργασία
βαρυζύγια =
πρόσβαρα
βαρυζύγιν =
πρόσβαρο
βαρύθυμος =
βαρύθυμος, ευερέθιστος
βαρυκάρδεμαν =
θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκαρδίζω =
θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκάρδισμαν =
θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρύκαρδος =
πολύ θλιμμένος
βαρυκαρδώ =
θλίβομαι, απογοητεύομαι
βαρυκέφαλος =
μυαλωμένος
βαρυκολία =
δυσκινησία